- ἐμφανισθῆναι
- [чтобы] быть явленным
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐμφανισθῆναι — ἐμφανίζω show forth aor inf pass ἐμφανίζω show forth aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)